- ἐνέπλησα
- ἐνέπλησα, ἐνεπλήσθην s. ἐμπίμπλημι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐνέπλησα — ἐμπίπλημι aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)